Point Of View

Αγώνας Νέγρου και Σκύλων – Κριτική

Νάγια Παπαπάνου

“[…]Η Ιστορία είναι πιθανώς μανιχαϊστική. Οι ιστορίες δεν είναι ποτέ.”¹ B. M. Koltès 

Ο Κολτές γράφει το έργο «Αγώνας Νέγρου και Σκύλων», το 1979, μετά το ταξίδι του στην Αφρική το 1978, για το οποίο έχει συχνή αλληλογραφία με τον Λουσιέν Αττούν κριτικό θεάτρου, και τον Ουμπέρτ Ζινιού σκηνοθέτη, και στους οποίους μεταφέρει τις εντυπώσεις του. Ο Κολτές σημειώνει ότι το έργο «Αγώνας Νέγρου και Σκύλων» «δεν μιλά για την Αφρική και τους Μαύρους, δεν αφηγείται ούτε την νεο-αποικιοκρατία ούτα το φυλετικό ζήτημα. Κυρίως δεν προκρίνει καμία άποψη. Μιλά απλά για ένα τόπο στον κόσμο. Μερικές φορές συναντούμε τόπους που είναι, δεν λέω αναπαραστάσεις όλου του κόσμου, αλλά ένα είδος αλληγορίας της ζωής ή μιας όψης της ζωής, ή ενός πράγματος που μου φαίνεται σοβαρό και προφανές..» ² 

Ο Κολτές τοποθετεί την εξέλιξη του έργου σε ένα γαλλικό εργοτάξιο στην Νιγηρία. Ο Άλμπουρυ, περνά από τους φρουρους του εργοταξίου, και συναντίεται με τον Όρν, διευθυντή εκεί για να ζητήσει το νεκρό σώμα του Νουόφια, ενός εργάτη που δούλευε στο εργοτάξιο και σκοτώθηκε σε «εργατικό ατύχημα». Ο Καλ ένας από τους μηχανικούς, άμεσα εμπλεκόμενος στο ατύχημα, ανησυχεί για την έκβαση του αιτήματος του Άλμπουρυ. Εν τω μεταξύ καταφτάνει η Λεονί, μια Γερμανο-Αλσατή, από το Παρίσι, καλεσμένη του Ορν για να παρακολουθήσει τα πυροτεχνήματα. 

Ο Αλέξανδρος Σωτηρίου σκηνοθετεί το έργο του Κολτές, σε μετάφραση Σύλβια Κιούση, κάνοντας χρήση του συνόλου του κειμένου (και των σημειώσεων για τους χαρακτήρες που έχει συμπεριλάβει στο τέλος του κειμένου ο συγγραφέας) παίρνοντας κάποιες μικρές ελευθερίες. Πρωτίστως δίνει έμφαση στην αισθητική αποτύπωση του συνολικoύ έργου του Κολτές ως προς την διερεύνηση της επικοινωνίας σε ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο με δυστοπικές προεκτάσεις. Στην έναρξη της παράστασης οι ηθοποιοί μας συστήνουν τους ρόλους τους μέσα από τα αποσπάσματα των σημειώσεων, αλλά και προδηλώσεις των λόγων που θα ακολουθήσουν. Ο Αλέξανδρος Σωτηρίου επιχειρεί μια ξεκάθαρη σωματική αντίληψη των διαστάσεων του κάθε ρόλου, είτε προκειται για τον σφιγμένο Όρν, είτε για την ερωτική Λεονί, τον «αθώο», στα όρια του «Καλού Άγριου» του Ρουσσώ, Άλμπουρυ και τον νευρωτικό – οριακά ψυχωτικό Καλ. 

Το σκηνικό (Τζίνα Ηλιοπούλου), αποκλείει την βασική αναφορά του Κολτές στην μπουκαμβίλια που τόσο τον είχε συνεπάρει η παρουσία της στην Αφρική, όμως προσφέρει αυτή την συνθήκη βιομηχανικού χώρου, μακρυά από την ομορφιά της Αφρικανικής Φύσης, ενισχύοντας την δήλωση όλων ανεξαιρέτως ότι το εργοτάξιο είναι «Γαλλικό Έδαφος». Οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου, δημιουργούν πάνω στο συγκεκριμένο σκηνικό και με την ένταση του μουσικού – ηχητικού περιβάλλοντος (Νικόλας Χάλαρης) ένα κινηματο – θεατρικό θέαμα. Σε αυτό τον «έρημο τόπο» οι ηθοποιοί έχουν πλήρη ελευθερία κινήσεων, και πραγματικά δρασκελίζουν την σκηνή με εμφανές το αποτύπωμα του κινήτρου τους. Η χρήση των Walkman, «ένα δώρο από την εταιρεία» όπως λέει ο Όρν – αυτό το σκηνοθετικό εύρημα, δίνει αυτή την έντονα κινηματογραφική ατμόσφαιρα καθώς συμπαρασύρει τους φωτισμούς και την κινησιολογία, ενώ οι στίχοι των τραγουδιών σηματοδοτούν ένα συναίσθημα.

Ερμηνευτικά άπαντες οι ηθοποιοί πράττουν το μέγιστο στην σκηνοθετική προσέγγιση. Ξεχωρίζει ο Καλ του Μάρκου Παπαδοκωνσταντάκη, για την ενέργεια και την αντοχή αυτού του οριακού – όπως τον προσεγγίζει – χαρακτήρα. Ο Όρν του Δημήτρη Ραφαήλου, ένας στυγνός τεχνοκράτης με επιφανή όνειρα για την Αφρική και την εκμετάλλευση των πόρων της στέκεται «περίεργα» ψυχρός απέναντι στον Καλ. Η διαλεκτική της σχέσης τους στην οποία υφέρπεται ένας αδιόρατα ομοφοβικός ερωτισμός, μεταφέρεται δυσοίωνα μέσα από  την σκηνή βίας και εκφοβισμού. Η Ντόρα Μακρυγιάννη στο ρόλο της Λεονή, αν και προφανέστατα ιδιαίτερα άνετη στην κινησιολογία, συγκινινεί με την χροιά της φωνής της. Εξαιρετικά δυνατή η σκηνή που αυτοτραυματίζεται, αν και χάνεται ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο το κάνει: η απόπειρα να σχηματίσει στο πρόσωπο της τα σύμβολα που φέρει στο πρόσωπο του ο Άλμπουρυ. Ο Σαμουήλ Ακίνολα, έχει μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή σκηνική παρουσία: δεν απευθύνει πότε τον λόγο στους συμπρωταγωνιστές, είναι πάντα γυρισμένος ¾, και δεν έχει ποτέ οπτική επαφή μαζί τους, παρόλα αυτά δεν χάνεται ούτε το συναίσθημα όυτε η επικοινωνία του ρόλου του με το κοινό. 

Η παράσταση «Αγώνας Νέγρου και Σκύλων», σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Σωτηρίου είναι μια εντυπωσιακή παραγωγή, με δυνατές ερμηνείες και ενιαία αισθητική. 

Info παράστασης

(1) “[…]L’Histoire est probablement manichéiste. Les histoires ne le sont jamais.”¹ B. M. Koltès, Une part de ma Vie, Entretiens (1983-1989) Editions de Minuit

(2) “Combat de nègre et de chiens ne parle pas de l’Afrique et des Noirs, elle ne raconte ni le néocolonialisme ni la question raciale. Elle n’émet certainement aucun avis. Elle parle simplement d’un lieu du monde. On rencontre parfois des lieux qui sont, je ne dis pas des reproductions du monde entier, mais des sortes de métaphores de la vie ou d’un aspect de la vie, ou de quelque chose qui me paraît grave et évident.”  B. M. Koltès, Une part de ma Vie, Entretiens (1983-1989) Editions de Minuit


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος