Point Of View

Για την ημέρα του Πατέρα - Απουσία

Θοδωρής Τσοκανής

Δεν είναι η απουσία σου μικρή. Είναι το μυαλό μου φορτωμένο και γεμάτο. Μόλις αδειάζει, γεμίζει με την απουσία σου.

Πρόσφατα, στεκόμουν πάνω απ τον τάφο σου, πάνω από το κρύο μάρμαρο που σκεπάζει το κάποτε υπέροχο σώμα σου, το κάποτε θαυμάσιο και φωτεινό σαν ήλιο χαμόγελό σου, τα κάποτε λαμπερά πράσινα μάτια σου, το κάποτε πανέμορφο πρόσωπό σου, εσένα. Εσένα που μου λένε ότι δεν είσαι εκεί, αλλά εκεί είσαι, εκεί και παντού, εκεί και μέσα στο σπίτι μου, μέσα στο σπίτι που μεγάλωσα πλάι σου, μέσα στη σκέψη μου, μέσα στην ανάσα μου, ακόμα και μέσα στο πρόσωπό μου.

Βλέπω μια φωτογραφία του παρελθόντος, πριν 38 χρόνια, με έχεις αγκαλιά σε μια αμμουδιά της Πάρου, εσύ εντυπωσιακός όπως πάντα κι εγώ ένα μικρό ξανθό παιδάκι, μικρό και εύθραυστο. Με κρατάς με το ένα χέρι κι εγώ κάτι σου δείχνω - δε μοιάζαμε τότε, έπρεπε να περάσουν τόσα χρόνια για να αντιληφθώ πόσο μοιάζουμε. Πόσο ίδιοι είμαστε κι ας διαφέραμε πάντα τόσο. Τελικά αν και μεγάλωσα με το να σε φοβάμαι, και δεν έφταιγες εσύ, εσύ ήσουν πάντα τόσο ευγενικός μαζί μου, τόσο γλυκός, τόσο Πατέρας, εγώ έφταιγα, έφταιγα που φοβόμουν αυτόν τον άντρα απλά και μόνο λόγω της σωματικής του διάπλασης, φοβόμουν πως μια σφαλιάρα από εκείνο το τεράστιο χέρι θα με έστελνε μακριά - και μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι εσύ μόνο να με αγαπάς ήθελες, να με αγαπάς και να με δεις ευτυχισμένο.

Είχαμε περίεργη σχέση. Ντροπαλοί και οι δύο - Θεέ μου, πόσο ίδιοι, προσπαθούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε ο ένας τον άλλον. Εγώ, θυμάμαι εσένα, σε θυμάμαι να έρχεσαι κουρασμένος απ τη δουλειά, με ροκανίδια παντού πάνω σου, να μυρίζεις ξύλο και να ορμάς σαν τρελός πάνω μας για να μας αγκαλιάσεις, να μας φιλήσεις, να παίξεις μαζί μας, να μας δώσεις όλη την αγάπη που μπορεί ένας πατέρας να δώσει στα παιδιά του. Δεν ήσουν αυστηρός, δεν χρειαζόταν, με ένα σμίξιμο των φρυδιών όλη η διάθεση για αταξία έφευγε από μέσα μας και με ένα χάδι όλη η αγάπη ξεχυνόταν ορμητική σαν χείμαρρος, σαν ένας θαυμάσιος χείμαρρος συναισθημάτων που μας τύλιγε την ψυχή και την έκανε καλύτερη.

Ήθελες να μας κακομάθεις, να μη μας λείψει το παραμικρό, να μη μας μαλώσεις ποτέ, να έχουμε τον κόσμο όλο στα πόδια μας, τον κόσμο όλο χωρίς να χρειαστεί να κάνουμε την παραμικρή κίνηση. Δεν ήθελες να κουραστούμε όπως εσύ που δούλεψες από μικρός και που σου έλειψαν τόσα. Ευτυχώς όμως, η γυναίκα που λάτρευες μέχρι την τελευταία ανάσα σου, εκείνη που σου έκλεισε τα μάτια με τα υπέροχα δάχτυλά της και το στόμα με ένα φιλί, είχε αντίθετη άποψη. Ευτυχώς και για μας και για σένα.

Α, εκείνη η γυναίκα, τι μάχη έδωσες για να σαστε μαζί, τι μάχη έδωσες απέναντι σε ένα "ακλόνητο" οικογενειακό βέτο και κέρδισες, κέρδισες την αγάπη τόσων χρόνων, κέρδισες αυτό που ήθελες και αυτό που σου άξιζε, αυτό που εσύ δημιούργησες, μια υπέροχη οικογένεια. Μια οικογένεια όχι τέλεια σαν αμερικάνικη χαζοταινία, αλλά μια αληθινή οικογένεια, με αληθινή αγάπη, με αληθινό σεβασμό, με μια γυναίκα που την ερωτεύτηκες και σε λάτρεψε και με τρία παιδιά που σε έβλεπαν σα Θεό.

Σε θυμάμαι, όποια ώρα ήσουν σπίτι και δεν μας είχες στα πόδια σου - μα πόσο λάτρευες να παίζεις μαζί μας - να διαβάζεις συνέχεια. Ήθελες να ρουφήξεις όλη τη γνώση του κόσμου, την ιστορία -ειδικά αυτήν- την επιστήμη, τα πάντα. Και τη θάλασσα. Τη λάτρεψες τη θάλασσα. Σαν ερωμένη άπιαστη και παντοτινή, χειμώνα-καλοκαίρι ήσουν εκεί, ήταν όρος αδιαπραγμάτευτος, να είσαι μέσα στο νερό και να την εξερευνάς για όσο το κορμί σου μπορούσε να καταδυθεί στα απύθμενα βάθη της. Μας έλεγες ιστορίες από αυτά που έβλεπες και ένιωθες μέσα στην αγκαλιά της, ιστορίες για ομορφιές στα 30-40 μέτρα βάθους, πάντα νύχτα και πάντα μόνος. Περιφρονούσες εκείνους που απλά κολυμπούσαν, εσύ ήθελες να την εξερευνήσεις και όχι απλά να τη χαρείς, να μάθεις τα μυστικά της. Προσπάθησες να με μυήσεις αλλά δεν τα κατάφερες. Δεν επέμεινες ποτέ, απλά πρότεινες, είχες πάντα την ανάγκη να αφήνεις τους άλλους ελεύθερους να επιλέξουν, ήταν κι αυτό μέρος της τόσο ευγενικής σου φύσης.

Θυμάμαι, ναι, θυμάμαι, ότι με έπαιρνες στα πόδια σου τα μεσημέρια όταν ήμουν πολύ μικρός, εκεί, γύρω στα 3 και μου μάθαινες να διαβάζω. Σιγά σιγά, μέσα απ' την εφημερίδα μου έδειχνες τα γράμματα, μου αποκροπτογραφούσες το μυστήριο νόημά τους και με υπομονή με έκανες να το λύσω. Πριν το σχολείο,  πολύ πριν. Η βιβλιοθήκη - σκρίνιο γεμάτη βιβλία. Εγκυκλοπαίδειες, Ιστορία, Θάλασσα (αυτός ο Κουστώ, μόνιμος φιλοξενούμενος), Ποίηση, Λογοτεχνία. Γεμάτη σα δανειστική βιβλιοθήκη. Μας περίμενε να την χαρούμε όπως τη χαιρόσουν εσύ. Και αυτό κάναμε, δεν μας πίεσες, το να σε βλέπουμε με ένα βιβλίο στο χέρι όποτε είχες χρόνο ήταν αρκετό.

Ήσουν σαν κι εμένα ταξιδιάρης. Σου άρεσε η φύση και οι ομορφιές κάθε γωνιάς της χώρας μας. Μας έβαζες στο αμάξι και γυρνούσαμε όλη την Ελλάδα. Σου άρεσε τόσο να ταξιδεύεις και να μας κανακεύεις. Σε εκείνο το ξενοδοχείο στο Πήλιο που καλούσαμε κάθε 3 λεπτά το room service γιατί μας είχε φανεί τόσο αστείο, εκείνη μας μάλωνε κι εσύ μάλωνες εκείνη. "Άστα να παίξουν, άστα να χαρούν"... κρύσταλλο δεν αφήσαμε όρθιο στο σπίτι τα διαόλια κι εσύ να λες, θα πάρουμε άλλα, κοίτα μόνο μη χτυπήσουν. Τότε που σου έσπασα το αυτοκίνητο και αντί να με κρεμάσεις ανάποδα με πήρες αγκαλιά και με κοίταζες με τρελή ανησυχία να δεις αν έπαθα κάτι. "Το αμάξι φτιάχνεται, εσύ είσαι καλά; Να πάμε νοσοκομείο;" Κι εγώ έτρεμα απ την τρομάρα μου και τη ντροπή μου, και με μάλωσες γιατί έκλαιγα απ' τη στενοχώρια μου. Τέτοιος ήσουν. Το παιδί σου και τα μάτια σου.

Σαφώς και διαφωνήσαμε, και μαλώσαμε, και φωνάξαμε ο ένας στον άλλον. Εννοείται αυτό. Και τις θυμάμαι εκείνες τις ελάχιστες στιγμές, αλλά θυμάμαι ξεκάθαρα τότε που σιωπηρά με αποδέχτηκες όπως είμαι, τότε που διαλύθηκαν όλες μου οι αμφιβολίες και οι ντροπές, τότε που κατάλαβα πλήρως ότι παρόλο που δεν ήμουν ακριβώς αυτός που θα ήθελες με είχες αποδεχτεί πλήρως Και ήθελες μόνο ένα πράγμα από μένα. Να είμαι ευτυχισμένος. Χωρίς τύψεις, ενοχές και μαλακίες. Θυμάμαι επίσης, μόλις πρωτοέβαλα το σκουλαρίκι που είπες πως σου άρεσε, τότε που ήσουν στο νοσοκομείο, παλιά, όχι το τελευταίο, και είχα κουρευτεί ψευτομοϊκάνα, η μαμά έβαλε τις φωνές κι εσύ της είπες "σταμάτα βρε, αφού του πάει, κούκλος είναι", τότε που έβαλα το δεύτερο σκουλαρίκι που το παρατήρησες καλά καλά και είπες, α μα είναι πολύ ωραίο, η μάνα σου το ξέρει; Και πεθάναμε στα γέλια όταν εκείνη έπαθε εγκεφαλικό! Αυτός ήσουν. Έτοιμος να αποδεχτείς το ο,τιδήποτε μας έκανε να νιώθουμε καλά. Έτοιμος να μας αγκαλιάσεις τρυφερά με εκείνα τα τεράστια μπράτσα σου που πάντα τα ζήλευα και να μας χαμογελάσεις με εκείνο το υπέροχο χαμόγελό σου... και ήσουν επίσης μεγάλο πειραχτήρι. Το μεγαλύτερο...

Γι αυτό δεν θέλω να ξέρω ότι είσαι εκεί, κλεισμένος σε ένα ξύλινο κουτί κάτω απ το κρύο μάρμαρο, μόνος σου. Δεν σου αξίζει να είσαι μόνος σου, εσύ που ήσουν πάντα τόσο υπέροχος. Γι' αυτό θέλω να σε έχω κλεισμένο μέσα μου, στην ψυχή και στο μυαλό μου για όσο ζω. Γιατί σε αγάπησα όσο πιο πολύ μπορεί να αγαπήσει ένας γιος τον πατέρα του. Γιατί οι αναμνήσεις μου μαζί σου είναι αμέτρητες.  Γιατί είσαι ο πιο θαυμάσιος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Γιατί είσαι απλά εσύ.

Αχ ρε μπαμπά, πόσο μου χεις λείψει αυτά τα 3 χρόνια, και πόσο ακόμα θα μου λείψεις... γιατί έφυγες τόσο νωρίς; Είχαμε τόσα πολλά ακόμα να ζήσουμε παρέα...

Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

21 Ιουνίου 2015 Reply
Γιάννης Αντωνόπουλος

Δάκρυσα, στα αλήθεια... να τον έχεις πάντα έτσι μέσα σου, ζωντανό και πανταχού παρών, όχι δεν είναι εκεί, είναι παντού και πάντα μαζί σου...


Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος