Point Of View

Η κινηματογραφική εμπειρία του θεάτρου

Νάγια Παπαπάνου

Το θέατρο κι ο κινηματογράφος, είναι δύο τέχνες που μοιράζονται πολλά τόσο στο τεχνικό κομμάτι  όσο και στο δημιουργικό. Στην αρχή του 20ου αιώνα, η κινούμενη εικόνα συμπεριλήφθηκε σε θεατρικές παραστάσεις των πρωτοπόρων του χώρου όπως ο Piscator και Reinhardt. Αντίστοιχα κι ο κινηματογράφος έδωσε χώρο σε θεατρικές πρακτικές, με κορύφωση στο τέλος του 20ου αιώνα τις ταινίες του Von Trier και του Vinterberg (Dogme 95) που ανέδειξαν τις παραδοσιακές αξίες της υποκριτικής και του σεναρίου. Μέχρι την ανακάλυψη των αδελφών Lumiere, το θέατρο βασιζόταν στην μνήμη των θεατών, και την λεκτική αποτύπωση των θεωρητικών του θεάτρου, ίσως και στα ζωγραφικά έργα που συλλάμβαναν μια σκηνή ενός έργου, όμως η κινηματογράφηση έδωσε καινούρια ζωή στις θεατρικές παραστάσεις. 

Η πρόσφατη πανδημία CoVid 19, καθήλωσε την πλειοψηφία του πληθυσμού στο σπίτι, όπου με κύριο μέσο το διαδίκτυο, ένας πολύ μεγάλος αριθμός παραστάσεων έγινε προσιτός στο κοινό χάρις στην κινηματογράφηση τους. Προσωπικά, δεν παρακολούθησα μέσω διαδικτύου παρά μόνο πολύ λίγες παραστάσεις. Mετά από αρκετή σκέψη και σε μια προσπάθεια να ‘διασκεδάσω” την έλλειψη της αληθινής εμπειρίας, έκανα μια προσομοίωση. Δηλαδή, συνεννοηθήκαμε παρέα με φίλη μου την ακριβή ώρα που θα δούμε την παράσταση, υπολογίσαμε τα κουδούνια (για τσιγάρο, νερό, τουαλέτα ), στο τρίτο κουδούνι κλείσαμε τα κινητά μας, τα φώτα, κάτσαμε και δεν ξανασηκωθήκαμε ως το τέλος, χειροκροτήσαμε και φυσικά, ‘βγήκαμε’ για ποτό μέσω Skype για να συζητήσουμε την παράσταση που μόλις είδαμε. Το θέμα που ανέκυψε ήταν ακριβώς αυτό: τι ήταν αυτό που είδαμε; Έτσι, προέκυψε μια συλλογιστική, για ζητήματα τόσο πρακτικά όσο και θεωρητικά.

Ως θεατής στο θέατρο έχω την δυνατότητα να στρέψω το βλέμμα μου σε κάθε σημείο της σκηνής. Με την περιφερειακή μου όραση μπορώ να ανιχνεύσω κάθε κίνηση που γίνεται σ’ αυτήν. Ο σκηνοθέτης καθοδηγεί ως ένα βαθμό την προσοχή και το ενδιαφέρον μου επί σκηνής, ενώ οι φωτισμοί αναδεικνύουν όχι μόνο το σκηνικό αλλά και την αίσθηση, την ατμόσφαιρα. Στην μαγνητοσκοπημένη παράσταση, αναλόγως το κάδρο, θα δω ότι βλέπει η κάμερα. Αν έχει επιλεχθεί ροή παράστασης, θα δω και το κοινό, επίσης θα το ακούσω το κοινό, ότι κι αν κάνει αυτό. Πιθανόν να μην ακούσω καλά τους ηθοποιούς ή την μουσική της παράστασης. Φυσικά, πάντα υπάρχουν κι οι περιπτώσεις όπου ο ήχος έχει ληφθεί με μικροφωνική, ή ηχογραφήθηκε ξεχωριστά σε στούντιο (σπάνια αλλά συμβαίνει). Αναλόγως πόσες κάμερες, πόσα τεχνικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν, μπορεί το προϊόν της μαγνητοσκόπησης να υποστεί και μοντάζ (επίσης σπάνια αλλά συμβαίνει). 

Άρα, μια πολύ γενική τοποθέτηση, είναι ότι θα δω σε μια οθόνη: α) την προβολή μιας παράστασης, ένα στατικό πλάνο - όλη την σκηνή, και τα κεφαλάκια των πρώτων σειρών ή ολόκληρους ανάλογα την σκηνή-, με τους φωτισμούς και τον ήχο της παράστασης, β) θα δω μια οπτική της παράστασης όπως την αιχμαλώτισε ο φακός της κάμερας. Δηλαδή θα δω μια ταινία; Άλλωστε από την στιγμή που η παράσταση καταγράφεται, παύει πλέον να είναι ζωντανή και το ζητούμενο μου είναι αν θα είναι μια νεκροζώντανη b movie ή μια σινεματική εμπειρία. 

Μπορεί η οργανική σύνθεση του θεάτρου, να μετουσιωθεί σε ένα νέο δημιούργημα, ένα σκηνοθετικό και αισθητικό υβρίδιο των δύο τεχνών; Μπορεί η ροή μιας παράστασης να ντεκουπαριστεί και να σκηνοθετηθεί εκ νέου για τον κινηματογράφο; Είναι δυνατή μια αισθητική και τεχνική σύζευξη και γόμωση των καλλιτεχνικών κινήτρων και των εικαστικών προθέσεων δύο τεχνών που έχουν φύση ασυμβίβαστη,  και το φευγαλέο του θεάτρου να αποτυπωθεί μέσα από την βεβαιότητα της επαναληψιμότητας του κινηματογράφου; Διαφορετικές κινηματογραφήσεις της ίδιας θεατρικής παράστασης θα κατέληγαν σε διαφορετικά δημιουργήματα;

Επί παραδείγματι, ο “Θείος Βάνιας” σε σκηνοθεσία της Μαρία Μαγκανάρη, έπαιζε τόσο με την χωρικότητα όσα και τα επίπεδα του σκηνικού χώρου, γεγονός που θα έδινε τροφή σε μια κινηματογραφική μεταφορά της παράστασης που θα μπορούσε να διαχειριστεί τόσο αισθητικά όσο και τεχνικά μια πληθώρα καλλιτεχνικών επιρροών και τεχνικών. Σε αντιδιαστολή, η παράσταση “Σταματία: το γένος Αργυροπούλου” σε σκηνοθεσία Β. Θεοδωρόπουλου, ως μαγνητοσκόπηση, αναπαράγει σχεδόν πανομοιότυπα την ζωντανή εμπειρία. Αν, όμως επέλεγαν αντί της στατικής εικόνας, να επιχειρήσουν κοντινά πλάνα στο πρόσωπο ή τα χέρια της πρωταγωνίστριας, τότε, θα δινόταν μια άλλη διάσταση της θεατρικής παράστασης, και της βραβευμένης ερμηνείας της Ουζουνίδου. 

Στις προαναφερθείσες παραστάσεις υπήρξα θεατής, και μπορώ να μιλήσω για την προσωπική μου εμπειρία από την παράσταση. Σε αντίθετη περίπτωση όπου θα παρακολουθούσα την μαγνητοσκόπηση τους, η εμπειρία μου ως θεατής δεν θα αφορούσε στην θεατρική παράσταση αλλά στην μαγνητοσκόπηση της. Όπως στην περίπτωση των «Τρωάδων» σε σκηνοθεσία Θ. Τερζόπουλου, όπως αναμεταδόθηκε από το αρχαίο θέατρο των Δελφών (Ιούλιος 2018), και παρακολούθησα μέσω διαδικτύου. Στην προκείμενη, η ομάδα που ανέλαβε την κινηματογράφηση, προφανώς παρακολούθησε πρόβες, ήξερε τι συνέβαινε, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να βλέπουμε αυτό που βλέπει η κάμερα: την είσοδο της Ελένης, την αντανάκλαση των μαχαιριών, εναλλασσόμενα γενικά και κοντινά πλάνα. Ως εκ τούτου, για την υποφαινόμενη, το διακύβευμα είναι απόλυτα καλλιτεχνικό κι αφορά στο μετά-προϊόν μιας μαγνητοσκόπησης, το οποίο όμως δεν ταυτίζεται με την φυσική παρουσία μέσα στο θεατρικό τόπο μιας παράστασης, ως μέρος της, κοινωνός της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε άμεσο χρόνο. 

Στα πλαίσια αυτής της πρωτοφανούς συνθήκης, που ζούμε όλοι μας, η λειτουργία της τέχνης, έχει μια ιδανική ευκαιρία να επανεφεύρει την επικοινωνία της και να αναδείξει πεδία δημιουργικότητας που δεν θα μένουν σε μια στείρα αναπαραγωγή. 


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος