Η Συνωμοσία του Dennis
Νάγια ΠαπαπάνουΗ Θάλεια ήταν πολύ θυμωμένη, κυριολεκτικά εξοργισμένη. Τους τελευταίους τρεις μήνες έραβε και ξήλωνε τα κοστούμια της καινούριας παραγωγής του θεάτρου στο οποίο εργαζόταν. Γιατί τα έραβε και τα ξήλωνε; Γιατί δεν είχε τίποτε άλλο να κάνει. Σαν την Πηνελόπη, το πρωί έραβε το βράδυ ξήλωνε. Είχαν περάσει τρεις μήνες από την αποφράδα μέρα που ανακοίνωσαν ξανά προσωρινή στάση εργασιών και ακόμα δεν είχαν καμία ενημέρωση πότε θα ξανά - αρχίσουν να δουλεύουν. Λες και την πανδημία θα την σταματούσε το κλείσιμο του θεάτρου. Γελοιότητες! Και τι να κάνεις όμως; Αφού βγήκαν ΦΕΚ, υπουργικές αποφάσεις, και πέφτουν και τα πρόστιμα με το τουλούμι. Ανάγκα και οι θεοί πείθονται! Όμως η Θάλεια δεν είχε πειστεί. Όχι για τον ιό, για τον ιό ήταν πεπεισμένη κι ότι υπάρχει κι ότι θέλει προσοχή. Δεν την έπειθε η αντιμετώπιση. Και πως να πειστεί όταν στο λεωφορείο ήταν σαν σαρδέλες αλλά στο θέατρο θα κολλούσαν!
“Έλα μωρέ Θάλεια! Πως κάνεις έτσι; Αντί να χαίρεσαι που ξεκουράζεσαι επιτέλους! Τόσα χρόνια δεν προλάβαινες να τελειώσεις την μια παραγωγή, να σου η περιοδεία, άντε και το παιδικό, ξανά μανά την κεντρική σκηνή, ήθελε και κάτι πρωτοποριακό για Δευτερό-Τριτό, και οι άχρηστοι δεν τα πρόσεχαν τα κοστούμια σου, όλο τα σκίζανε κι όλο τα επισκεύαζες! Έλα τώρα! Νισάφι! Ξεκουράσου πια! Τόσο χρόνια έχεις βγάλει τα μάτια σου και έχεις τρυπήσει τα χέρια σου!”, της έβαζε τις φωνές η Κάτια που καθάριζε το θέατρο, αλλά τώρα καθάριζε μόνο το σπίτι της, και το σπίτι της κόρης της, και τις σκάλες της πολυκατοικίας και είχε αρχίσει να σκέφτεται να κάνει επιχείρηση καθαρισμού. “Εγώ βρίσκω αυτή την αναστολή εργασιών, εξαιρετική ευκαιρία. Επιτέλους βρήκα χρόνο για εμένα. Και μπόρεσα να σκεφτώ δημιουργικά. Τόσα χρόνια με όλους τους σαρδανάπαλους! Την ψυχή μου βγάλανε: “όχι χλωρίνη πειράζει στις αλλεργίες”, “μη την σκούπα εκεί, είναι κακοτυχία”, “μην καθαρίσεις την σκηνή θα χαθεί η ενέργεια”, μα αλήθεια βιβλίο γράφω με τις κουλαμάρες που έχω ακούσει από δαύτους τόσα χρόνια”.
Η Θάλεια, δεν απαντούσε. Άλλωστε τι να απαντήσει; Από τι να ξεκουραστεί; Από αυτό που της έδινε νόημα; Από μικρό παιδί έβλεπε θέατρο, το όνειρο της ήταν να δουλέψει σ' αυτό. Της άρεσε να ράβει κοστούμια. Ήταν η κλίση της. Και στάθηκε πάρα πολύ τυχερή. Από την σχολή ακόμα ξεκίνησε να δουλεύει στο θέατρο κι έκτοτε δεν σταμάτησε ποτέ. Ακόμα κι όταν είχε σπάσει το πόδι της δεν έπαψε να έχει επαφή. Τώρα όμως, για πρώτη φορά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μόνο να περιμένει. Ποιον περίμενε; Πόσο θα περίμενε; Γιατί περίμενε; Τα αναπάντητα ερωτήματα που την τριβέλιζαν όσο τρύπωνε το ύφασμα για το κοστούμι του Διονύσου στους Βατράχους, την έκαναν να ξεφυσά και να μονολογεί ακατάληπτα. Μέσα στην παραφορά της η βελόνα της ξέφυγε και τρυπήθηκε. Η Θάλεια σαν να ξύπνησε έξαφνα από το κέντρισμα της βελόνας, είδε με φρίκη τις σταγόνες να λεκιάζουν το ύφασμα. Σαν κεραυνός άστραψε μπροστά της η Λαίδη Μάκβεθ με τον περιβόητο ανεξίτηλο λεκέ. “Που να πάρει και να σηκώσει! Επειδή δεν μου έφταναν όλα όσα είχα στο μυαλό μου!” σκέφτηκε ρουφώντας το δάχτυλο της και πήγε στο μπάνιο, στο ντουλάπι με τα καθαριστικά να δει πως θα το καθάριζε.
Κρατώντας το Διαβολάκο του λεκέ στο χέρι, μπήκε στο δωμάτιο με την ραπτομηχανή και τον πάγκο εργασίας. “Έφτασα!” είπε μεγαλόπρεπα ως άλλος Διόνυσος κι έσκυψε πάνω από το ύφασμα για να εκτιμήσει το εύρος της ζημιάς. Κοίταξε ερευνητικά το ύφασμα αλλά όσο και να έψαξε ο λεκές σαν να εξαφανίστηκε. Σήκωσε το ύφασμα και το κράτησε μπροστά από το παράθυρο. Τίποτα πουθενά ο λεκές. Ακούμπησε μαλακά το ύφασμα, και εξέτασε το δάχτυλο της. Όντως το τρύπησε. Μήπως δεν λεκιάστηκε ποτέ το ύφασμα; Της φάνηκε ότι το λέρωσε αλλά δεν είχε λερωθεί; Μήπως αυτά ήταν τα προεόρτια μιας ωραιοτάτης άνοιας που ερχόταν πριν την ώρα της; Έτσι το είχε πάθει και ο θείος της, είχε βγει στην σύνταξη και μετά από τρεις μήνες δεν θυμόταν που είναι το σπίτι του. Κούνησε γρήγορα το κεφάλι της σαν για να τινάξει αυτή την σκέψη από πάνω της. Σηκώθηκε αποφασιστικά, πήγε στην πόρτα, πήρε παλτό, μάσκα και τσάντα και ξεκίνησε να βγει έξω να αλλάξει λίγο παραστάσεις. “Κι αν μετά δεν θυμάμαι να γυρίσω; Σαν το θείο μου; Α, μπα, κανένα πρόβλημα αφού θα συμπληρώσω υπεύθυνη δήλωση ποια είμαι, που μένω, που πάω και τι κάνω, έχω και ταυτότητα... “. Κοίταξε τον μεγάλο καθρέφτη στο χολ, φόρεσε την μάσκα που κάλυπτε μύτη και στόμα, και μονολόγησε: “εντάξει κορονοϊό δεν θα κολλήσω, αλλά την άνοια πως θα την αποφύγω;” και άνοιξε την πόρτα. Η Θάλεια παραλίγο να ξεφωνίσει καθώς ένας νεαρός άντρας στεκόταν μπροστά της.
– Έφτασα!
... συνεχίζεται
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι από έργο του Χαράλαμπου Κατσατσίδη
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Σχόλια χρηστών
Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.