Point Of View
Μοναστήρι - Κριτική
Γιάννης ΚαρνεσιώτηςΟ καλλιτέχνης που δεν αποτολμά την αλλαγή και δεν πειραματίζεται με το καινούριο ή το άγνωστο μπορεί βεβαίως να παραμένει πάντα καλός και σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά επίσης, μπορεί αυτό να σημαίνει πως χάνει σε δημιουργικότητα, χάνει σε εξέλιξη μακροπρόθεσμα. Δεν ισχύει πάντα, αλλά είναι μια πιθανότητα κι αυτή.
Η φετινή δοκιμασία, στην οποία ο Βαλεντίνος Τσίλογλου βάζει πρώτα τον εαυτό του και, μετά, το πιστό του κοινό δείχνει ξεκάθαρα πως ως σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός δεν ανήκει σε εκείνους, που επαναπαύονται σε πετυχημένα εγχειρήματα, σε μανιέρες δοκιμασμένες, σε προσεγγίσεις ήδη αποδεκτές - σε βολέματα, τελικά.
Έχοντας στο ιστορικό του μιαν ανοδική τροχιά στο Ελληνικό queer theater, που του έχει αποδώσει σταθερούς θεατρικούς ακολούθους και βραβεία για την προσφορά του σ’ αυτό το συχνά ιδιοσυγκρασιακό, αλλά, πάντως, διόλου ευκαταφρόνητο και διόλου εύκολο είδος θεάτρου, ο Τσίλογλου φέτος αλλάζει πίστα. Με το «ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ» του, που ανέβασε στο οικείο του στέκι, το Θέατρο «ΒΑΦΕΙΟ - ΛΑΚΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ», στον Κεραμεικό, δείχνει πως δεν φοβάται ούτε το καινούριο και τις πιθανές δυσκολίες του ούτε το πείραμα και τις παγίδες του - ούτε καν το δημιουργικό πείραγμα των κλασικών. Ξεκινώντας θεματικά από «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», κλείνει τις ηρωίδες του στον αποπνικτικό χώρο ενός Καθολικού μοναστηριού και τις καθοδηγεί συγγραφικά και σκηνοθετικά να εκφρασθούν, να βγάλουν τα εσώψυχά τους επί σκηνής. Εσώψυχα, που φανερώνουν άλλοτε αδιαπέραστα σκοτάδια και αβύσσους της ψυχής, κακίες, ζήλειες, δυσανεξίες, εγωπάθειες, εξουσιολαγνεία κι άλλοτε πάλι χιούμορ, καλωσύνη, ενσυναίσθηση, ειρωνική αντιμετώπιση του άλλου και της ζωής, ελπίδες.
Η καθημερινότητα δεν είναι εύκολη σε κανένα κλειστό περιβάλλον, πόσω μάλλον σε ένα κλειστοφοβικό και φορτισμένο από πολλές απόψεις Μοναστήρι, όπου ο χρόνος παραμένει παγωμένος αιώνια ή σχεδόν αιώνια.
Στο Μοναστήρι του Τσίλογλου, 8 + 1 γυναίκες κονταροχτυπιούνται, συγκρούονται μετωπικά ή πισώπλατα, κρύβονται και φανερώνονται, αλληλοπειράζονται, αγαπιούνται και μισούνται ανάμεσό τους. Αυτό το «ανάμεσό τους» βρίσκεται στον πυρήνα του έργου. Η ζωή έξω, η ζωή των άλλων, η ζωή με άλλους δεν υπάρχει. Μπορεί να υπήρξε στο παρελθόν, μπορεί να συνεχίζεται για κάποιους έξω, μπορεί ακόμα και να αποτελεί αντικείμενο απαγορευμένων κι ανομολόγητων ονείρων κι ελπίδων, αλλά (πρέπει να) είναι εξοστρακισμένη από την καθημερινότητα των μοναχών. Όλα συμβαίνουν και πρέπει να συμβαίνουν ανάμεσό τους. Η αυταρχική Ηγουμένη, άλλωστε, υπάρχει και ζει για να διασφαλίσει ότι άλλη αλληλεπίδραση δεν θα υπάρξει και δεν θα τεθεί επ’ ουδενί λόγω σε κίνδυνο το οικοδόμημα, που έχει στήσει και συντηρεί με νύχια και με δόντια από ιδιοτέλεια!
Ο Τσίλογλου φέτος απομακρύνεται από την δόμηση χαρακτήρων εκκεντρικών, ασυνήθιστων, λαμπερών. Στήνει μάλλον μια τραγικωμωδία 8 + 1 έγκλειστων γυναικείων χαρακτήρων με παρελθόν, με ιστορικό βαρύ ή λιγότερο βαρύ, με ηθικές, πνευματικές και ερωτικές εξάρσεις και ανησυχίες. Γυναίκες, τελικά, που δεν φτιασιδώνονται με εξεζητημένα βαρύ μακιγιάζ, που δεν κρύβονται πίσω από τεατράλε χειρονομίες και μούτες. Δίνει σοφά τον ρόλο της άτεγκτης Ηγουμένης στην δοκιμασμένη και σταθερά εξαιρετική πρωταγωνίστριά του, την Λούλα Τριανταφύλλου, που λάμπει ξανά στον πρώτο της δραματικό ρόλο, μετά το υπέροχα τραγικό και τρυφερό «Δικός σου» - αν δεν κάνω λάθος - και μοιράζει σε 7 νέες κοπέλες - υποκριτικά διαμάντια τους ρόλους των καταπιεσμένων μοναχών, που επιδίδονται σε ένα ρεσιτάλ υποκριτικής, προς απόλαυση των θεατών - και προς προβληματισμό, food for thought με κάθε ατάκα, κάθε σύγκρουση.
Σε αντίθεση με παλιότερα θεατρικά του εγχειρήματα δε, ο ίδιος ο Τσίλογλου, κάνοντας κι ένα βήμα πίσω από την πρωτοκαθεδρία ρόλων, γκρεμίζει ανελέητα κάθε παλιότερη μανιέρα του και κρατάει για τον εαυτό του έναν επίσης γυναικείο χαρακτήρα , αλλά ρόλο μικρό, που δεν είναι ούτε σπαρταριστός ούτε lovable eccentric ούτε glittery, αλλά σπαρακτικός μέχρι δακρύων. Ως ηθοποιός μπορεί να κάνει ένα βήμα πίσω εδώ, αφήνοντας στις συνεργάτιδές του την μεγάλη πληθώρα του σκηνικού χρόνου, αλλά κάνει άλμα μπροστά στην υποκριτική του. Παράλληλα, επιβεβαιώνει το σκηνοθετικό του ταλέντο, κινώντας πιστευτά και αποτελεσματικά τόσους δραματικούς χαρακτήρες στην σκηνή, με τον ίδιο ελκυστικό τρόπο που το κατάφερνε και στις κωμωδίες του. Συγγραφικά, άλλως τε, κάνει μιαν επίσης ενδιαφέρουσα και σοφή επιλογή λίγο πριν από την δραματική κορύφωση του φινάλε, εισάγοντας απροσδόκητα έναν ακόμη γυναικείο χαρακτήρα, τον 10ο του έργου. Χαρακτήρα και ρόλο - έκπληξη απολαυστικά εκκεντρικό, απ’ αυτούς, που πάντα φροντίζει στα έργα του να έχει και να μας δωρίζει.
Είτε γνωρίζετε καλά το θέατρο του Τσίλογλου είτε δεν είστε καθόλου εξοικειωμένοι με τους καλλιτεχνικούς του τρόπους, αξίζει να χαρίσετε στον εαυτό σας μια θεατρική βραδιά εντός των τειχών του «ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ» του φέτος. Φροντίστε το, όμως, έγκαιρα, γιατί ο αριθμός των παραστάσεων είναι περιορισμένος και τις δύο φορές που είδα εγώ το έργο, η Αίθουσα ήταν κατάμεστη!
Ταυτότητα παράστασης:
Απόδοση – Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Βαλεντίνος Τσίλογλου
Ενδυματολογία – Κατασκευή κοστουμιών: Αντρέας Λιναρδάτος – Devi Dharma
Κατασκευή σταυρών: Μαρία Ι. Ζαϊρη
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κουστιμπής
Σκηνικά: Σάββας Σουρμελίδης
Eπιμέλεια Κίνησης: Ιουλία Αγαλίδου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σοφία Μελισσουργού
Φωτογραφία αφίσας – Promo Video: Γιάννης Βολιώτης – Volition
Σχεδιασμός αφίσας: Γιάννης Βολιώτης
Επιμέλεια μακιγιάζ: Βίνα Ευστρατιάδου
Εκτέλεση μακιγιάζ: Απόφοιτοι των ΙΕΚ ΑΚΜΗ
Παραγωγή:LIMINAL SPACE – VOLITION
Παίζουν με αλφαβητική σειρά: Ιουλία Αγαλίδου, Αναστασία Γκουγκούμη, Έλενα Εσκενάζη, Ελένη Καραδάκη, Σοφία Μελισσουργού, Μαρία Πανοπούλου, Κατερίνα Παπαθανασιάδη, Χαρά Στάθη, Λούλα Τριανταφύλλου, Βαλεντίνος Τσίλογλου
Βαφείο-«Λάκης Καραλής»
Αγ. Όρους 16 & Κωνσταντινουπόλεως 115,Βοτανικός
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Σχόλια χρηστών
Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.