Τρίτη και 13 ταλαιπωρίες

Κωστής Γωγιός

Τα πρώτα αστεία, post και memes για την Τρίτη και 13 είχαν αρχίσει από τη Δευτέρα. Εγώ ως σκεπτόμενος άνθρωπος δεν έδινα σημασία, καθώς προλήψεις, δεισιδαιμονίες, γρουσουζιές κλπ απευθύνονται σε χαζούς κι εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς «Ναι μάνα, αν μπορείς ξεμάτιασε με γιατί με φάγανε. Ε δεν ξέρω ποιος. Αν ήξερα θα έκανα αυτό με την κρυφή μούντζα. Εντάξει πες μου μετά ε;». Ε καλά, δεν είπα ότι είμαι και τελείως φυσιολογικός.

Τρίτη και 13 και ξυπνάω ξεκούραστος, φρέσκος και μισοκοιμισμένος ακόμα (όχι στις βατραχοπιτζάμες μου) και πάω να φτιάξω τον κλασικό πρωινό μου εσπρέσο lungo, με τον οποίο έχω μεγαλώσει. Το μάτι μου πέφτει στο ρολόι της καφετιέρας το οποίο δείχνει 3:30. «Κοίτα να δεις που είχαμε διακοπή πριν 3 ώρες» σκέφτομαι και κοιτάω και το ρολόι του ραδιοφώνου για επιβεβαίωση. Όντως, 3:30. Παίρνω τον καφέ και πάω στο κρεβάτι μου να τον πιω χαζεύοντας στο κινητό για ειδήσεις. Εκείνη ήταν μάλλον η στιγμή που το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει και ακούγοντας σχεδόν τα γρανάζια του να κάνουν σαν μηχανή 2cv ένα κρύο πρωινό, συνειδητοποιώ ότι και το κινητό μου γράφει 3:32. Το πώς ξύπνησα ξεκούραστος και έτοιμος για δουλειά με 2:30 ώρες ύπνου, ένας θεός το ξέρει, και μάλιστα ο Μορφέας. Αφού επιβεβαιώνω ότι το ξυπνητήρι δεν χτύπησε, ξανακοιμάμαι έναν ανήσυχο ύπνο στον οποίο ξυπνούσα κάθε μία ώρα και στις 6 το πρωί οριστικά. 

Ετοιμάστηκα και ζώστηκα τη σακούλα του κολατσιού, δεκατιανού μεσημεριανού (και κάποιες άλλες λιχουδιές  μην γίνει κάνας πόλεμος και μείνω νηστικός για 2 ώρες και κοντέψω να πεθάνω απ’ την πείνα) και μπήκα στον ηλεκτρικό. Άδειος σχετικά ο ηλεκτρικός, σε σημείο που κατάφερα να διαβάσω το βιβλίο μου ενοχλώντας μόνο 2 ανθρώπους, κάτι που με έκανε να σκεφτώ «Κοίτα να δεις που φτιάχνει η μέρα σιγά-σιγά». Κατεβαίνω στην Ομόνοια, περπατάω μέχρι τη Σίνα για να πάρω το λεωφορείο από την αφετηρία, το οποίο όμως έχει ήδη ξεκινήσει. Κάνω νόημα στον οδηγό στο φανάρι μήπως τον πιάσω στο φιλότιμο και μου ανοίξει, μου κάνει κι αυτός νόημα τι να πιάσω, δεν άνοιξε ποτέ, οπότε τι να κάνω ξεκίνησα να περπατάω. Να μην σας τα πολυγραφώ, έφτασα μια στάση μετά το «Συγγρού-Φιξ» με τα πόδια, κάθιδρος και με τους λαχανοντολμάδες που κουβαλούσα να έχουν ξετυλιχτεί και τυλιχτεί γύρω στις 5 φορές. Μπήκα στο λεωφορείο και έφτασα στη δουλειά με 20 λεπτά καθυστέρηση. Για να προλάβω τις ερωτήσεις «Μα γιατί δεν πήρες μετρό» κλπ,  να πω ότι βαριέμαι τρελά να αλλάζω μέσα (εδώ πχ μετρό και λεωφορείο) και υπέθετα ότι θα συναντήσω κάποιο άλλο λεωφορείο στη διαδρομή, κάτι που δεν έγινε ή όταν έγινε δεν χώραγα. 

Μετά από 8 ώρες ήρθε το πλήρωμα του χρόνου σχετικά με την εργασιακή μου ημέρα, σχόλασα και σκέφτηκα να πάω να ψωνίσω κάτι που χρειαζόμουν (αλλά δεν επειγόμουν). Περπάτησα πάλι άλλο ένα μισάωρο, έφτασα στο μαγαζί, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι θα άνοιγε σε μισή ώρα. Εντάξει μωρέ, τι είναι μισή ώρα στους 8 βαθμούς; Έχουμε κάνει και φαντάροι στη Λήμνο διάολε! Περιμένω απέξω, φυσικά με πλησιάζει πολυλογού γιαγιά η οποία μόνο τυρόπιτα από τάπερ δεν με κερνά (δυστυχώς) και κάποια στιγμή μετά από 40 λεπτά, εμφανίζεται ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού. Ή μπορεί να ήταν και αντικατοπτρισμός όπως στην έρημο ή παραισθήσεις από το κρύο σαν να παίζω στο «Έβερεστ». «Να αφήστε με να κοιμηθώ λίγο και θα συνεχίσω το ταξίδι μου». Φυσικά και δεν είχα μετρητά, φυσικά και το μηχανάκι POS του μαγαζιού είχε πρόβλημα και φυσικά στο ενδιάμεσο είχαν μαζευτεί 5 πελάτες ακόμα, το τηλέφωνο του μαγαζιού χτυπούσε ασταμάτητα και εγώ να ψελλίζω «ε δώστε μου το άλλο, που κάνει 20€ και τα έχω σε μετρητά». Κάποια στιγμή το μηχάνημα δούλεψε, οι υπόλοιποι σταμάτησαν να με βρίζουν από μέσα τους και χαμογέλασαν απέξω τους και έφυγα να συνεχίσω το περπάτημα μου της επιστροφής.

20 λεπτά μετά έμπαινα στον ηλεκτρικό, από τον οποίο θα έβγαινα 20 λεπτά αργότερα, πατικωμένος, συμπιεσμένος και νιώθοντας ότι έχω έρθει πολύ κοντά με ανθρώπους που δεν ήξερα και ούτε ήθελα να μάθω. Βγαίνοντας στη στάση μου διαπίστωσα ότι ψιλοέριχνε χιονόνερο και είχαν ήδη στήσει για το πανηγύρι της Παρασκευής και η παρασκευή ταλαιπωρίας μου από το Σύμπαν δεν έλεγε να σταματήσει. Έχοντας συνεννοηθεί από το πρωί με την ιδιοκτήτρια του πάρκινγκ που φυλάω το αυτοκίνητο μου να βρεθούμε να της δώσω το ενοίκιο, την πήρα τηλέφωνο για να της δώσω χρόνο μέχρι να πάω από το σταθμό προς το μέρος του ραντεβού. Φυσικά και δεν ήταν σπίτι και θα καθυστερούσε λίγο (=15 λεπτά, που αν μάζευα όλα τα λεπτά της αναμονής θα είχα φτιάξει μια μέρα). Της είπα ότι θα την περιμένω κι αφού ροκάνισα αρκετό χρόνο συγκρίνοντας τιμές γιαουρτιών στο μικρό supermarket, πήγα προς το σπίτι μου για να βγάλω λεφτά από το ΑΤΜ δίπλα ακριβώς από εκεί που μένω (και δίπλα από το σημείο του ραντεβού). 

Το συγκεκριμένο ΑΤΜ είχε φαρδύ-πλατύ το χαρτί «Δεν λειτουργεί λόγω τεχνικού θέματος» και η μούρη μου φαρδιά-πλατιά την έκφραση «Πλάκα μου κάνεις τώρα, έτσι;» και βρισιές για τον Πάολο και πως μπορεί να βάλει το Σύμπαν που συνωμοτεί στον Κοέλιο του. Έχοντας αρχίσει να εξαντλούμαι σωματικώς και ψυχικώς και αφού βλέπω ότι η ιδιοκτήτρια δεν με έχει πάρει τηλέφωνο, άρα δεν έχει φτάσει, ξεκινάω να γράψω την ραψωδία ΣΤ στην προσωπική μου Οδύσσεια. Αποφασίζω, παρά το ψιλόβροχο και τις ψιλοφουσκάλες στα πόδια μου, να περπατήσω μέχρι το μεγάλο supermarket της γειτονιάς, που έχει σειρά από ΑΤΜ διαφόρων τραπεζών στη είσοδο. Τα δέκα λεπτά που με χώριζαν από εκεί ήταν μηδαμινά σίγουρα μπροστά στην αιωνιότητα, αλλά και στον σημερινό χαμένο μου χρόνο. Φορτωμένος σακούλες και νερό βροχής φτάνω στο ΑΤΜ, περιμένω στην ουρά, βρίζω την γιαγιά μπροστά μου που δοκιμάζει 4 φορές και μονολογεί και φτάνω κι εγώ για να διαπιστώσω πως καλώς μουρμούριζε η γιαγιά, γιατί είχαν τελειώσει τα λεφτά. Δίπλα υπήρχαν ΑΤΜ όλων των άλλων τραπεζών, αλλά από την κούραση και την μανία μου τσαντιζόμουν να δώσω το 1,85€ της προμήθειας. Περπάτησα δέκα λεπτά μέχρι το επόμενο ΑΤΜ της τράπεζας μου, έβγαλα λεφτά, τα έδωσα και γύρισα σπίτι. Προφανώς με τα πόδια και όχι το ασανσέρ, καθώς με την γκαντεμιά της ημέρας το κείμενο αυτό πιθανότατα θα είχε γραφτεί από το κινητό μου, καθώς θα ήμουν ακόμα κλεισμένος εκεί μέσα.      

ΥΓ: Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή και χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής από αυτή που συνήθως χαρακτηρίζει τα γραπτά μου. Κι έχεις και τον Τζόις να γεμίζει 900 σελίδες με μια μέρα από τη ζωή του Οδυσσέα. Άνθρωπε μου, μέχρι κι ο γκαντέμης Ντόναλντ Ντακ πρέπει να με λυπήθηκε χτες.    


Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος